- ξανακινώ
- ξανακινάω 1, μετ.1) снова двигать, приводить в движение; 2) снова начинать; 2. αμετ. снова отправляться, пускаться в путь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξανακινώ — (Μ ξανακινῶ, άω και ξανακινάγω) 1. κινώ πάλι κάτι, ανακινώ 2. ξεκινώ πάλι, αναχωρώ ξανά … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek